- νηλεόποινος
- νηλεόποινος, -ον (Α)(επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές τού Θανάτου, κόρες τής Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. νή-ποινος, υστερό-ποινος].
Dictionary of Greek. 2013.